-
1 разносчик
-а α.-ца, -ы θ.1. κομιστής, διανομέας•ταχυδρόμος•разносчик посылок διανομέας δεμάτων.
2. πωλητής πλανόδιος•разносчик газет πλανόδιος εφημεριδοπώλης.
1 разносчик
разносчик посылок διανομέας δεμάτων.
разносчик газет πλανόδιος εφημεριδοπώλης.